Κατσαρολικά, μόνα, ψάχνουν

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Πάμ’ πλατεία;

Πάμ’ πλατεία!!

10 μικρά Κατσαρολικά. Τεντυμποϊκά. Λίαν πρωΐαν. Πήραν τα σοκάκια. Τα Κολωνάκια. Πλακάτ προκάτ: ΦΕΡΤΕ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΓΑΒΑΛΑ ΚΑΙ ΤΗ ΡΙΑ ΚΟΥΡΤΗ. «Κάθε λιμάνι και καημός, κάθε καημός και δάκρυ». Κάθε σοκάκι και λιμανάκι: Da Capo, Al Buon Caffe, Do Doz, Poco A Poco. Πανώ προκλητό: ΜΗ ΜΑΣ ΚΟΒΕΤΕ ΤΟ ΔΡΟΜΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΚΑΚΙ.  

1962. Γιάννης Δαλιανίδης συλληφθείς. Αφέλεια μπριγιαντίνη, μακρύ παλτό, βελούδινος γιακάς, καστόρινα παπούτσια, στενό παντελόνι με ρεβέρ. Ταραχοποιός. Αποδιοπομπαίος. Νόμος 4000. Καραμανλικός του 1958, «περί τεντυμποϊσμού», εν αδίκω επιβλήθηκε σε τοιούτα Κατσαρολικά.  

Αγανακτισμένα. «Εν χρω» κεκαρμένα. Εν χαλκώ χυμένα. Κατάτι κορεσμένα. Μοσχαναθρεμμένα. Καλοζωισμένα. Εύποροι ταραξίες και αλήτες. Διαπομπευμένα ως παραβατικά.   Κάθε κατσαρολικό κι ένας τέντζερης. Κάθε τέντζερης κι ένα καπάκι. Κάθε καπάκι κι ένας «τενεκές ξεγάνωτος» (Θεός σχωρέσ’ τον). Κάθε τενεκές ξεγάνωτος κι ένας γανωμένος αγανακτισμένος:

Αγανακτισμένος ο Ρούλης ο βουλευτής. Ο νέος γιατί δεν πρόλαβε να φάει κι ο παλιός-αλλιώς γιατί είχε ακόμη να φάει. Αγανακτισμένος ο Κούλης, που δεν εισπράττει πια το παράλογο ενοίκιο για το παράνομο κοτέτσι. Αγανακτισμένος ο Σούλης, γιατί η Εφορία του’ σπασε τα νεύρα με το Πόθεν Έσχες και τη BMW που αγόρασε πέρυσι, να πετάγεται απ΄ τα Πετράλωνα στη Τσακάλωφ, κι αδυνατεί ν’ αποδείξει πού βρήκε τα λεφτά. Αγανακτισμένος ο Υπαλληλούλης της ΔΕΚΟ γιατί απαιτεί ο πολίτης να πληρώνει άμεσα και έμμεσα φόρους για τα, μη ανταποκρινόμενα στις υπηρεσίες τους, υψηλά εφάπαξ. Αγανακτισμένος ο Μεσαζούλης, με την αποκλειστικότητα στα ιατρικά, γιατί πρέπει να πουλήσει στο νοσοκομείο την, τρυφερή κατά τ’ άλλα, κοπελούδα – γαζούλα μισοτιμής. Αγανακτισμένος ο Τόλης ο συμβασιόλης, που ενώ ήξερε ότι η σύμβασή του λήγει την 30ην, δεν κατάφερε να πάρει την παράτα που ο κάθε κοινός θνητός έπαιρνε έως πλήρης μονιμοποιήσεώς του. Παραμονή Εκλογών γαρ. Αγανακτισμένος ο Αετονυχούλης χειρουργούλης, με ειδικότης στην ειδικότητα του «εκβιαστή φακελλακίων», που τον έκανε η Ασφάλεια να την κάνει με πιγκουϊνάτα πηδηματάκια. Αγανακτισμένος ο Συνδικαλιστούλης ξεπρογκίζοντας τους πολιτικούς που, αν είχαν λίγο τσίπα αξιοπρέπειας απάνω τους, θα είχαν προλάβει να του έδιναν κάνα mézé ακόμη μέχρις τελικής πτώσεως του χρέους. Αγανακτισμένος ο Επιχειρηματούλης, ξωμάχος βιοπαλαιστής της Μίζας, που δεν πρόλαβε να εισπράξει le pot de vin, la mise finale, για να στρογγυλοποιήσει το ποσό του τούβλου χρυσού που κάνει solarium σε ανήλιαγη ελβετική υπόγα.  

Αγανακτισμένη η Τίτσα που δε μπορεί να πληρώσει το στεγαστικό που πήρε πρόπερσι για ν’ αγοράσει την 400τ.μ. maisonette των 4.000 ευρώ/τ.μ. για να ζήσουν σαν άνθρωποι, solo αυτή κι ο σύζυξ, άνευ παιδιών και πανίδας. Αγανακτισμένη η Ρίτσα που, ενώ βρήκε το κορόιδο να πληρώνει μηνιαίως 6.000 ευρώ το προικώον πατάρι café στη Σταδίου, έχει από πίσω της την Εφορία να της ζητά το 60% σε ντούκου φόρους. Αγανακτισμένη η Φίτσα που δεν πρόλαβε να βάλει κεραμοσκεπή στο σαλεδάκι της (κοντά στην τρίτη όπως μπαίνεις στα λοξά αετοράχη Παρνασσού) γιατί ο μπασκίνας του χωριού (το χθεσινό σκολιαρούδι) έγινε, αδιαφθόρως, untouchable εν μία τυφλή στροφή της νυκτός.  

Οιμέ! Αλί και τρισαλί! Quel dommage! Oh Jesus-Christ! Λαμά Σαβαχθανί !Και, Παναγιά Τρυπητή!  

Πάμ’ πλατεία;

Πάμ’ πλατεία!!

10 Μικρά Κατσαρολικά. Teddy Boy-ικά. Ανηφορίζουν προς «Τ’ Ανεμοδαρμένα Ύψη της Βουλής». Της Εmily Jane Bronte. Μεταφρασθέν και ως «Ο Πύργος των Καταιγίδων». Ή καλύτερα κύλησαν στον Κατήφορο του αθηναϊκού κέντρου.Του Κούρκουλου και της Ζωΐτσας του 1961.  

Πλακάτ προκάτ: ΦΕΡΤΕ ΜΑΣ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ. «Δως μου ένα δάνειο, ζωή, Δυο μήνες ευτυχία, και βάλε επιτόκιο, Δυο χρόνια δυστυχία». Δανειάκι με γιαουρτάκι, ντοματάκι και φρουτάκι. Για γιαουρτώματα και εξύβριση κατά κάθε Αρχής. Πανώ Σφακιανώ: «….και για σένα, Εγώ, εκτίω την ποινή σου».  

Κατσαρολισμένοι Τεντυμπόιδες. Άπλυτοι μακρυμάλληδες. Διωκόμενοι. Συμμοριτόμουτρα. Το γιαούρτι λέρωσε πολύ κόσμο. Και ο κάθε Φερέφωνοςτης Κυβέρνησης, ο Διοικητής της ΕΣΑ, συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, συλλαμβάνει με σκοπό «να τους ανακόψω τη νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και δια την Ελλάδαν» και να αναχαιτίσει «την ιδιάζουσαν θρασύτητα και προκλητικότητα έναντι της Κοινωνίας».  

Προκαλούν το κοινό αίσθημα. Και το παραλήρημα !!!!!! Τσουκάλια. Κατσαρόλες. Γάστρες. Υπερταχείες. Αγανακτισμένες. Υποθηκευμένες. Ξεπουλημένες. Οργισμένες. Δανεισμένες. Δακρυσμένες. Μουδιασμένες. Βασανισμένες. Παραβιασμένες ΚΑΙ βιασμένες.  

Ο Λουστράκος, όχι του ’62 αλλά του ’11, γυαλίζει τους έλικες του υβριδικού ελικοπτέρου στο προαύλιο της Βουλής. Ή εναλλακτικά, λαδώνει τους τροχούς καροτσακίων bébé για μια… νυχτερινή βόλτα στον Εθνικό Κήπο. Ποιος ξέρει…άραγε…;  

Η Ελλάδα είναι η Γυναίκα. Που Ένας. Άξιος. Μοναδικός. Ιστορικός έρωτας σημάδεψε το κορμί της. Και πιστεύει ακόμη σε Αυτόν. Αλλά….όταν φοβισμένη ψέλλισε: «Αυτός δεν έχει Μέλλον» της απάντησαν «είναι αρκετό που έχει Παρελθόν».

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Κατσαρολικά, μόνα, ψάχνουν"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *