Η Μεγάλη Χίμαιρα των Καραγάτση-Τάρλοου μέσα από την θεατρική ματιά του Αριστείδη Λαυρέντζου

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Στην κατάμεστη αίθουσα του Bozar των Βρυξελλών παρακολούθησα χθες το έργο που περιμέναμε με λαχτάρα να μας έρθει από την Ελλάδα: Τη Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, τέλεια σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Τάρλοου, σε κείμενο διασκευής που υπογράφει ο Στρατής Πασχάλης. Το είπα και χθες στον χαρισματικό σκηνοθέτη που με περισσή απλότητα συνομίλησε με τους θεατές μετά το τέλος της παράστασης: Πολλές ωραίες δημιουργίες μας έχουν έρθει από την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια αλλά το αριστούργημα της Μεγάλης Χίμαιρας δεν έχει προηγούμενο.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Δεν ξέραμε τι να πρωτοθαυμάσουμε: Τη σκηνοθεσία που θαυματουργούσε σε τρία ξεχωριστά και αρμονικά αλληλοσυμπληρούμενα πλάνα: το πλάνο της κυρίως σκηνής, το δεύτερο επίπεδο των μπαλκονιών αριστερά και δεξιά, και το πλάνο του βάθους όπου ένα καλοδουλεμένο βίντεο αγκάλιαζε τους ηθοποιούς, έπαιζε μαζί τους και μας ταξίδευε στις θάλασσες που διέσχιζε η «Χίμαιρα» και η «Μαρίνα», που κολυμπούσαν τα καλλίγραμμα κορμιά και που έγιναν τελικά ο υγρός τους τάφος. Τη σκηνοθεσία που αγκάλιαζε τρεις γενεές: την κεντρική γενεά με τη Μαρίνα, το Γιάννη, το Μηνά και άλλους, την ηλικιωμένη γενεά με τη Ρεΐζαινα και τη χαροκαμένη γειτόνισσά της, και τέλος την εκκολαπτόμενη γενεά της παιδικής ηλικίας με την αγγελική παρουσία της Μανιώς. Κατ’αυτόν τον τρόπο δεν υπήρχε θεατής που να μη βρει κάποιο πρόσωπο, ανάμεσα στους εφτά της σκηνής, για να κάνει την ταύτιση. Τη σκηνοθεσία όπου ο Δημήτρης Τάρλοου πήρε στα πανάξια χέρια του το λογοτέχνημα ενός από τους μεγάλους της γενιάς του ’30 και έχοντας και στο ίδιο του το αίμα την κληρονομιά του Καραγάτση το ερμήνευσε όχι μόνο πιστά αλλά και «υψηλά», με την πιο ευγενή έννοια του όρου, αναδεικνύοντάς το σε θεατρική τραγωδία ισότιμη με τις αρχαίες μας και με τις μεγαλύτερες διεθνείς που έχει γνωρίσει το θέατρο. Ιδιαίτερα σημαντική βεβαίως η συμβολή του ταλαντούχου και επιδέξιου στο λόγο Στρατή Πασχάλη που μετέτρεψε με την καλλιτεχνική πένα του το λογοτέχνημα σε τέλειο θεατρικό έργο.

IMG_0922

Και έρχομαι στην ηθοποιία. Έχω πει και άλλη φορά σε αυτή τη στήλη ότι δεν διεκδικώ ιδιότητα θεατρικού κριτικού. Όπως όμως έλεγαν, μεταξύ άλλων, και οι μεγάλοι του κλασικού γαλλικού αιώνα, ο Μολιέρος στα προλεγόμενα του Ταρτούφου του και ο Ζαν Ρασίν (Ρακίνας) στον πρόλογό του στη Βερενίκη, ο κύριος σκοπός του θεάτρου είναι να αρέσει και να αγγίζει: αυτά τα δύο στοιχεία μας τα έδωσαν στον ύψιστο βαθμό οι ηθοποιοί της Μεγάλης Χίμαιρας και έχουμε ως θεατές το δικαίωμα να μιλήσουμε γι’αυτά. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στον κεντρικό ρόλο της Μαρίνας, με τον πλούσιο συγκινησιακό κόσμο της που έβγαζε κάθε στιγμή, με την καλοδουλεμένη αρτιότητα της εκφοράς του λόγου της ιδιαίτερα απαιτητικής προφοράς, με την τελειότητα και χάρη σε όλες τις κινήσεις της – περιλαμβανομένης και της εσκεμμένης ακινησίας σε κάποιες κρίσιμες στιγμές, έφτασε το κατακόρυφο. Κοντά της ιδιαίτερα εντυπωσιακή η Σοφία Σεϊρλή στο ρόλο της πεθεράς: θα την παρομοίαζα με την εικόνα ενός βράχου του Αιγαίου που πάνω του σπάζουν τα θεριεμένα κύματα αλλά ο βράχος μένει. Ο Δημήτρης Μοθωναίος -Μηνάς του έργου- είχε την ξεχωριστή ευθύνη να ενσαρκώσει το ρόλο που εικόνιζε κατά τη γνώμη μου το συγγραφέα[1], στο μέτρο που το έργο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αυτοβιογραφία ή «αυτο-μυθιστόρημα»[2]. Ο συνδυασμός της ευρυμάθειας με την έξαρση του ερωτικού πάθους πέτυχε άψογα στην ερμηνεία του Δημήτρη Μοθωναίου. Εξίσου πειστικός ο Μάξιμος Μουμούρης ως ο Γιάννης, ο μεγάλος καλός αδελφός και σύζυγος που μάχεται αδιάλλακτα με το πεπρωμένο – ένας σύγχρονος Οδυσσέας; ‒ δείχνοντας και την «αδύνατη» πλευρά του ή καλύτερα μια άλλη ανθρώπινη πλευρά, στη σκηνή της βιετναμέζας πόρνης. Ακόμη, η Αννεζιώ (Ράσμη Τσόπελα) μας καθήλωσε κυριολεκτικά στη σκηνή της χαροκαμένης μάνας, η Λιλή (Ειρήνη Φαναριώτη) έπαιξε άψογα, ως κόρη από το νησί, το κοντράστ με την πληθωρική ξενόφερτη Μαρίνα, καθώς και τους άλλους δύο ρόλους της, της Καλλιόπης και της Βιετναμέζας πόρνης. Τέλος, ξέχωρη επαινετική μνεία πρέπει να γίνει στο κοριτσάκι της αφίσας, τη μικρή Μανιώ – κόρη του ευτυχούς σκηνοθέτη-πατέρα – που από μόνη της εκπροσωπούσε τη γενιά της αθωότητας, της χαμένης μας αθωότητας, και τα δάκρυα δεν ήσαν αρκετά για να δείξουν πόσο βαθιά άγγιξε την ψυχή μας.

Μια ειδική μνεία, όσον αφορά την παράσταση, στον εξαιρετικό φωτισμό που μας έφερε στις ακρογιαλιές των Κυκλάδων και στα κοστούμια που ταίριαζαν στους ρόλους και στην εκάστοτε ψυχική κατάσταση του κάθε προσώπου στο ρόλο του.

Ο ΛΟΓΟΣ

Εν αρχή ην ο λόγος – και στην περίπτωση της Μεγάλης Χίμαιρας ο λόγος ήταν μαγικός και μεγαλειώδης. Η νεοελληνική μας γλώσσα του Καραγάτση στην πλήρη ωριμότητα και ομορφιά της ‒ ένα μεγάλο μπράβο και στον καλλιτέχνη της διασκευής και επίσης αυτόφωτο τεχνίτη του λόγου Στρατή Πασχάλη ‒ μας κέντρισαν δε ιδιαίτερα και οι εναλλαγές του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, π.χ. από τις μεταφράσεις αρχαίας τραγωδίας του Γρυπάρη, με τα αυτούσια αποσπάσματα αρχαίας τραγωδίας που ακούστηκαν, επίσης δε και οι λέξεις ξένων γλωσσών που αποδείχθηκε ακόμα μια φορά ότι δεν είναι και τόσο ξένες προς την ελληνική, και όχι μόνο αυτές που έχουν ελληνική ετυμολογία. Ένιωσα με αυτόν το έργο να μας αγκαλιάζει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και αναρωτιέμαι, πού πηγαίνουν τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον πολιτισμό αν δεν είναι να ενισχύουν τέτοια έργα που εμπλουτίζουν υποδειγματικά τον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Όντως, ο σκηνοθέτης εξέφρασε την επιθυμία να παιχθεί το έργο αυτό, όπως και του αξίζει, σε όλες τις ευρωπαϊκές μεγάλες πόλεις, κυρίως όπου υπάρχει σημαντική ελληνική παρουσία (αλλά όχι μόνο, θα έλεγα). Οι αγγλικοί υπέρτιτλοι βοήθησαν πολλούς χθες να παρακολουθήσουν το έργο, αν δεν καταλάβαιναν ελληνικά. Αν χρειασθεί να προστεθούν γαλλικοί υπέρτιτλοι, προτίθεμαι να τους φτιάξω ο ίδιος, όπως κάνω στις παραστάσεις μου στις Βρυξέλλες, με δίγλωσσους υπέρτιτλους, τα τελευταία χρόνια.

IMG_5388 copy1mb

ΤΟ ΧΙΜΑΙΡΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Τέλος, μια αναφορά στη λέξη «χίμαιρα». Τα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, που ασφαλώς γνώριζε ο Καραγάτσης, δίνουν ως βασικές έννοιες της λέξης, (α) νεαρό ζώο που προοριζόταν για θυσία στην Άρτεμη και (β) θηρίο που εξέπνεε φωτιά («πύρπνοον»)[3]. Με τη δεύτερη έννοια θα παρομοιάζαμε το καράβι του Γιάννη. Υπάρχει και η τρίτη έννοια, που είναι μεταγενέστερη στη γλώσσα μας και πέρασε και σε αρκετές ευρωπαϊκές (chimère, chimera / chimaera), ήτοι ένα γοητευτικό αλλά μη ρεαλιστικό όνειρο. Αυτή η έννοια διατρέχει όλο το έργο. Τι πιο ωραίο από αυτά τα μαγευτικά όνειρα; και όπως λέει ο Καβάφης στην Ιθάκη του, η οποία θα μπορούσε να παρομοιασθεί επίσης με ένα χιμαιρικό όνειρο, όλη η ομορφιά βρίσκεται στο ταξίδι, στη διαδρομή:

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Από αυτή τη πλευρά, το ταξίδι της Μεγάλης Χίμαιρας, για τη Μαρίνα και τους άλλους ήρωες, είναι υπέροχο. Εγώ όμως θα σταθώ στην πρώτη έννοια της λέξης χίμαιρα στην αρχαία ελληνική γλώσσα, διότι μας αποκαλύπτει ένα τεράστιο μυστικό: νεαρό ζώο που προοριζόταν για θυσία στην Άρτεμη, ιδιαίτερα πριν από μια μάχη. ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ ΥΠΑΡΞΗ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗ ΘΥΣΙΑ: ΕΙΝΑΙ Η ΜΙΚΡΗ ΑΝΝΟΥΛΑ. Η ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ, ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΜΕ ΤΗ ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ.

Αυτή η παρατήρηση δίνει μια άλλη διάσταση στο θεατρικό έργο Η Μεγάλη Χίμαιρα. Του δίνει τη διάσταση της τραγωδίας με την αριστοτελική έννοια. Εις πείσμα όσων υποστήριξαν ότι η αρχαία τραγωδία έχει πεθάνει[4], κολοσσοί του παγκόσμιου θεάτρου όπως ο Άρθουρ Μίλλερ, ο Χένρικ Ίψεν, ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ και άλλοι, έγραψαν σύγχρονες τραγωδίες στις οποίες υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά του περίφημου ορισμού της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη[5], με μόνη τη διαφορά ότι πράξεις που στην αρχαιότητα δεν χαρακτηρίζονταν ως ανταποκρινόμενες στην έννοια «πράξεως σπουδαίας και τελείας», και μόνο οι πράξεις των βασιλέων και των οίκων τους χαρακτηρίζονταν ως τέτοιες, στην εποχή μας οι πράξεις του Εμποράκου στο Θάνατο του Εμποράκου, της Χέντβιχ στην Αγριόπαπια κλπ. είναι εξίσου σημαντικές όσο και οι πράξεις του Κρέοντα και της Ιφιγένειας.

Υπό αυτό το πρίσμα, Η Μεγάλη Χίμαιρα των Καραγάτση-Τάρλοου-Πασχάλη είναι μια τραγωδία ισάξια των γιγάντων που προαναφέραμε. Υπάρχει το «έλεος» (το συμπάσχειν με τους ήρωες του έργου), υπάρχει ο «φόβος» (το δέος που μας πάγωσε πολλές φορές στο έργο), υπάρχει «η των τοιούτων παθημάτων κάθαρσις» (η λυτρωτική επίδραση του έργου σε ανάλογα δικά μας «τοιαύτα παθήματα»).

Κι αν τυχόν κάποιοι διερωτηθούν, γιατί τόσος πόνος και πίκρα στο έργο, την καλύτερη απάντηση τη δίνει ο Άγγλος ποιητής John Keats[6]: Στα μεγάλα ποιητικά έργα, η έννοια της Ομορφιάς υπερισχύει έναντι κάθε άλλης κριτικής άποψης, ή μάλλον την εκμηδενίζει.

Δημήτρη, Μαρίνα και όλοι οι συν-δημιουργοί σας, υποκλινόμαστε μπροστά σας για την ομορφιά και την ευαισθησία που προσθέσατε απόψε στην ψυχή μας. Με τα τρία χρόνια της Μεγάλης Χίμαιρας και με τις χθεσινές δύο παραστάσεις σας εδώ την αναδείξατε σε τραγωδία ισάξια των προγόνων μας, εξυψώνοντας μοναδικά το νεοελληνικό θέατρο.  Ευχαριστούμε όλους εσάς, καθώς και τον Χρήστο Παναγιωτακόπουλο που σας έφερε κοντά μας.

Αριστείδης Λαυρέντζος

M.A. Θεάτρου του Πανεπιστημίου της Λουβαίν

Μεταφραστής, σκηνοθέτης
Φωτογραφίες άρθρου: Βάσια Αναγνωστοπούλου


 

[1] Παρόλο που εν μέρει το συγγραφέα ενσάρκωσε καθαρά η παρουσία του «αγνώστου» κυρίου Ροδόπουλου στη σκηνή του χορού.

[2] Με τον όρο αυτό προσπαθώ να αποδώσω το αγγλικό και γαλλικό «autofiction» που αντικαθιστά το «autobiography/ -ie» όταν ο συγγραφέας ενός αυτοβιογραφικού έργου προσθέτει και ορισμένα ξένα προς τη ζωή του στοιχεία.

[3] Βλ.αρχαίο ελληνικό/αγγλικό λεξικό Liddell-Scott, λήμμα «χίμαιρα», και αρχαίο ελληνικό/γαλλικό λεξικό A. Bailly, ίδιο λήμμα.

[4] Π.χ. George Steiner, The Death of Tragedy, 1961 – και σε ελληνική έκδοση, Ο θάνατος της τραγωδίας, εκδόσεις Δωδώνη, 1988.

[5] Ποιητική, 1449 b.

[6] Λονδίνο 1795-Ρώμη 1821.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η Μεγάλη Χίμαιρα των Καραγάτση-Τάρλοου μέσα από την θεατρική ματιά του Αριστείδη Λαυρέντζου"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *