Η Αθήνα και το σύνθημα

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

 Τα Χριστούγεννα φέτος ήταν παγωμένα στην Αθήνα. Από τη μια, ο καιρός ήταν ασυνήθιστα κρύος και, από την άλλη, τα γεγονότα πάγωναν την όψη των ανθρώπων. Το γέλιο ήταν στημένο και έμοιαζε με έναν βεβιασμένο μορφασμό. 
Τα βήματά μου μ’ έφεραν στην Πλατεία Εξαρχείων. Μια γειτονιά, που παρ’ όλη την προσπάθεια να της φορτώσουν την αφιλοξενία ενός άβατου, δεν είναι έτσι. Έχει ανθρωπιά. Οι καφετέριες, τα θέατρα, οι ταβέρνες… Φέτος όμως είχε και αδικοχαμένο αίμα. 
Σε μια γωνιά η φωτογραφία του Αλέξη Γρηγορόπουλου πλημμυρισμένη από λουλούδια. Μερικά ξεχύνονται απ’ τον σωρό και κινδυνεύουν να τα πατήσουν οι περαστικοί. Σκύβω και πιάνω ένα λευκό γαρύφαλλο. Νοιώθω το χέρι του παιδιού στο χέρι μου. «Πάμε» σου λέω «μια βόλτα. Είσαι το αύριο κι εγώ είμαι το χτες». «Μη μου μιλάς σαν δάσκαλος ή σαν πατέρας» μου λες με δυσπιστία. «Όχι, μη φοβάσαι…αν και είμαι και τα δύο, και δάσκαλος και πατέρας… θα τ’ αποφύγω, όμως, μη σε νοιάζει…». Κατεβαίναμε την Χαριλάου Τρικούπη. Με κοιτάζεις με απορία. Ξάφνου σταματάμε και οι δύο. Ο τοίχος του παλιού νεοκλασικού έγραφε: «Merrycrisis and happy new fear». «Εκπληκτικό» σου λέω. Με κοιτάζεις. 
«Πριν χρόνια στο Παρίσι φωνάζαμε και γράφαμε Limaginationaupouvoir. Δυστυχώς, μεγαλώσαμε, γεράσαμε και η εξουσία, όχι μόνο δεν απέκτησε φαντασία, αλλά ευνουχίστηκε, συμβιβάστηκε, ξεπουπουλιάστηκε και έγινε η εξουσία που σαράντα χρόνια μετά έφερε την κρίση και τον φόβο. Ευλογημένη λοιπόν ας είναι η σημερινή κρίση και καλοδεχούμενος ο φόβος για να μη πέσουμε σε μια χειρότερη κρίση. Μπας και ταρακουνηθούμε και κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη της αυτογνωσίας· μπας και ψάξουμε στα αποθέματα των αξιών για τα ουσιώδη· μπας και κοιτάξουμε τον άνθρωπο στα μάτια· μπας κι αφουγκραστούμε την ανάσα της γης…
Κατεβαίναμε και μιλούσαμε… Στιγμές – στιγμές σιωπούσαμε. Πήραμε την Σόλωνος. Στην «Εστία» μπήκαμε μέσα. «Να νοιώσουμε τη μυρουδιά του τυπωμένου χαρτιού» σου λέω. «Δε μ’ ενδιαφέρει» μου λες «…Εγώ δε διαβάζω παραμύθια. Είδατε εσείς που διαβάζετε πού μας φέρατε…». Κρατούσα στο χέρι την καινούργια συλλογή του Τίτου Πατρίκιου «Λυσιμελής Πόθος». «Χάρισμά σου» σου λέω. «Το ανθρωπόμορφο κτήνος δε θα σ’ αφήσει ποτέ να ερωτευθείς, να ονειρευτείς και να κοκκινίσεις στην όψη ενός κοριτσιού, να ποθήσεις έτσι που τα μέλη σου να λυθούν… Δέξου το όμως. Θα σου χρειαστεί». 
Κατεβήκαμε προς την Κουμπάρη. Μπαίνοντας στο Μουσείο Μπενάκη μου λες «Μας είχαν φέρει εδώ και με το σχολείο… Το βαριέμαι αφάνταστα… Μυρίζει μούχλα». «Σήμερα θα το δεις διαφορετικά… Με τα μάτια του Βλάση Κανιάρη». Έσυρες τα πόδια σου, τράβηξες λίγο το πεσμένο σου τζιν και τα εκθέματα ένα-ένα άρχισαν να σου μιλούν. Ο διάλογος με τα εκθέματα του Κανιάρη έκανε, λάβαρα, εικόνες, λαϊκές ενδυμασίες να παίρνουν ζωή, να μιλούν, να τραγουδούν, να πάλλονται. Νεαρά αγάλματα με μπλου τζίν και καρό πουκάμισα, βαστώντας συνθήματα ή τυλιγμένα με την ελληνική σημαία, συνδιαλέγονταν με την παράδοση. Κοίταζες. Ήσουν κι εσύ ένα με τα κατασκευάσματα του καλλιτέχνη που άνοιγε δρόμους συνέχειας και εξέλιξης από το παραδοσιακό μέχρι το σήμερα. 
Βγήκαμε στο ψιλόβροχο. Το σούρουπο έριχνε το πέπλο του. Πάμε προς την Πανεπιστημίου να πάρουμε το τρόλεϊ. Πίσω αφήναμε την Πλατεία Συντάγματος με ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο να το φυλάνε τα ΜΑΤ… Κοιτούσες τους επιβάτες του τρόλεϊ περίεργα. Ήμουνα σίγουρος ότι δεν το έπαιρνες πολύ συχνά και οι ξένες προφορές και οι σλάβικες γλώσσες αναμεμιγμένες με σπασμένα Ελληνικά σε ξένιζαν. «Πού πάμε;» μου λες. Κατεβήκαμε στη Κυψέλη. Στην οδό Κεφαλληνίας μπήκαμε στο θέατρο. Έμοιαζες να μου κάνεις χάρη. Καθόσουν βαριεστημένα και περίμενες το τρίτο κουδούνι. Μετά τα πρώτα λεπτά της έναρξης σε είδα να τεντώνεις το κορμί σου. Η ένταση ανέβαινε. Όταν βγήκε στη σκηνή στο αναπηρικό καροτσάκι η Γηραιά Κυρία Κλαίρη Τσαχανασιάν και όλοι οι χαρακτήρες υποκλίνονταν στο βωμό του χρήματος, άρχισες να τρέμεις. Ο παπάς, ο αστυνόμος (από αυτούς έχεις πικρή πείρα), ο δήμαρχος…όλοι σάλιαγκες που γλύφανε το πάτωμα κι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τον φίλο τους στη βορά του χρήματος. Ο Γερμανοελβετός Friedrich Dürrenmatt με το σημαντικό του έργο «Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» αφήνει όμως μια ελάχιστη ελπίδα στον οδοστρωτήρα που ισοπεδώνει τον Δυτικό μεταπολεμικό άνθρωπο (το έγραψε το 1956). Αυτό του Δάσκαλου. Την κρίση συνείδησης που μόνο η παιδεία και η εκπαίδευση μπορεί να μας δώσει.
 Όταν βγήκαμε μου ζήτησες να περπατήσουμε. «Θέλω να πάρω αέρα» μου είπες. Βγήκαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και από εκεί στη Μετσόβου. Από το Πολυτεχνείο ακουγόντουσαν φωνές. Στη Πλατεία με κοίταξες ερωτηματικά. Σα να μου ’λεγες «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» «Αυτά είναι τα όπλα σου» σου λέω. «Μ΄ αυτά θα εξουδετερώσεις τους δολοφόνους σου. Αυτούς που σε κορόιδεψαν για το μέλλον σου, αυτούς που δεν σου έδωσαν αύριο, αυτούς που σε κόλλησαν στο κουτί της αποβλάκωσης, σου υποβάθμισαν την παιδεία, σου ύμνησαν το ευτελές… Θα σου μάθω άλλον έναν στίχο πριν σ’ αφήσω να κοιμηθείς ήσυχα στην Πλατεία: «Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους*». 
Είχαμε και οι δύο ένα μετέωρο δάκρυ στο μάτι μας. «Εγώ ’μαι το χτες κι εσύ το αύριο…» Ένα αύριο που κείτονταν κάτω απ’ τα λουλούδια στην Πλατεία. Άφησα το λευκό γαρύφαλλο να πέσει πάνω στη σωρό και σου είπα «καληνύχτα» αφήνοντας το χέρι σου. Στον δρόμο κοντοστάθηκα πάλι μπροστά στο αισιόδοξο μήνυμα…  

* Τάκης Σινόπουλος «Το Χρονικό» Κέδρος, 1975

Το άρθρο αυτό, του Γιάννη Οικονομίδη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα «Ευρωπαρατηρητής», τον Απρίλιο του 2009.   

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η Αθήνα και το σύνθημα"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *