Από τη σκιά του Ψηλορείτη στη σκιά του Berlaymont

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Όταν κατακάθεται η στάχτη μπορείς να ξεχωρίσεις την Κρίση από την Κανονικότητα;

«Ουρανός από στάχτη»* : Το ισλανδικό ηφαίστειο γεμίζει στάχτες τους ουρανούς της Ευρώπης – Απρίλιος 2010.

Ο Τηλέμαχος, τεχνοκράτης των Βρυξελλών, και η Θάλεια -μεταξύ Κρήτης και Εξαρχείων- πληκτρολογούν μυστικά και ψέματα, διαβάζουν το ημερολόγιο της γιαγιάς και ιχνηλατούν την Ευρώπη που ονειρεύτηκαν. Ποια Ευρώπη και ποια Ελλάδα;

Γράφει ο Γιάννης Οικονομίδης

Αν το κείμενο αυτού του μυθιστορήματος το είχα λάβει στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο σε μορφή Word ή PDF, θα έλεγα πως η συγγραφέας το έγραψε μέσα στην αίσθηση της ανασφάλειας, του φόβου και του πανικού που προκάλεσε (προκαλεί) η παρουσία του SARS-CoV-2 στη ζωή μας.

Το κείμενο όμως ήρθε σε μορφή ενός καλαίσθητου βιβλίου 170 σελίδων (Εκδόσεις Ποταμός) με εξώφυλλο της Δάφνης Κουγέα (που έχουμε δει την μίνιμαλ τεχνική της στη σειρά «Ποταμόπλοια») με μια σκοτεινή φωτογραφική σύνθεση της Ένης Κούκουλα. Επειδή υποψιαζόμαστε τον χρόνο που χρειάζεται για να δούμε ένα βιβλίο στις προθήκες του βιβλιοπωλείου από την ώρα που το χειρόγραφο θα κατατεθεί στον εκδότη, συμπεραίνουμε ότι το ασθμαίνον αυτό κείμενο δεν είναι προϊόν του τωρινού πανικού μας, αλλά, ένα κείμενο επεξεργασμένο εδώ και καιρό, το οποίο προφητικά πατάει πάνω σε δύο άλλες κρίσεις που τις ζήσαμε πριν δέκα χρόνια αλλά και πολλές άλλες που διατρέχουν τη ζωή μας, και «εκρήγνυται» μέχρι το σήμερα. Ένα «σήμερα» που η συγγραφέας δεν υποψιαζόταν όταν έγραφε και έστελνε στον εκδότη το κείμενό της. Οι κρίσεις με τις εκρήξεις τους διασκορπίζουν καυτά υλικά, αέρια και στάχτη, σαν κι αυτή που αναφέρει η άξια πεζογράφος Νίκη Τρουλλινού, από το τότε, στο σήμερα και στο αύριο. «Εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου, λέγε τι βλέπεις;…». Εξάλλου με τον Ελύτη και αναφορά στο «Άξιον Εστί» μας υποδέχονται οι πρώτες σελίδες του βιβλίου…Με μία «Γένεσι».

Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί αλλά χωρίς να μπορείς να χαλαρώσεις ούτε σε μία φράση. Η Τρουλλινού χρησιμοποιεί στα βιβλία της μία γραφή που δεν είναι ευθύγραμμη, δεν είναι παραμυθιτική, δεν είναι επεξηγηματική ή διδακτική. Αφήνει συνεχώς ψήγματα, αναφορές και αιχμές για να ξυπνήσεις από τον λήθαργό σου, να φύγεις από την αισθητική «σίριαλ» και «κλειδαρότρυπας» και να οδηγηθείς στο δικό σου προβληματισμό… Ενίοτε μελαγχολικό, ενίοτε αδιέξοδο…αλλά ποτέ αδιάφορο.

Το βιβλίο έχει τέσσερα μέρη. Στο πρώτο η συγγραφέας σε παίρνει με το μέρος της, Ηρακλειώτισα (πια) η ίδια, ξέρει κάθε γωνιά με τη μυρωδιά και τη μνήμη που κουβαλάει αυτή η πόλη, που υπάρχει πάντα στην σκιά της οικογένειας του Οδυσσέα Ελύτη και στην περιγραφή του «Μεγάλου Κάστρου» του Νίκου Καζαντζάκη. Ηρακλειώτισα και η ηρωίδα της, η αντισυμβατική Θάλεια, μας συστήνει την γένεσή της, την οικογένειά της, την επαναστατικότητά της, την απομάκρυνσή της, την «Εξαρχειοποίησή» της.

Φιλόλογος η ηρωίδα μας, παίρνει μαζί της σε πατρογονικό χωριό ν΄ αντιγράψει στον υπολογιστή της ένα χειρόγραφο της γιαγιάς της που μ΄ αυτό, στο δεύτερο κεφάλαιο, θα μας συστήσει τον άλλο ήρωα, τον Τηλέμαχο, κατά κάμποσα χρόνια μικρότερο θείο της (γιο του αδελφού της γιαγιάς της), που αυτή τη στιγμή μεγαλουργεί σε κάποια υπηρεσία της Κομισιόν στις Βρυξέλλες.

Εσύ, λοιπόν, ο ανυποψίαστος αναγνώστης, αφού περιηγηθείς τις γνωστές και άγνωστες γωνιές του Ηρακλείου και τις λεπτομέρειες της οικογένειας της ηρωίδας, με τα παρακλάδια της και τις ιστορικές τους μνήμες, νομίζεις πως η συγγραφέας θα σε παρασύρει σε κάποιο οικογενειακό μυστικό που μπορεί να οδηγήσει σε έρωτες, πάθη, βεντέτες ή ανομολόγητα μυστικά.

Το ίδιο συναίσθημα, ότι παρασύρεσαι σε μια οικογενειακή περιπέτεια όπου το ένα της σκέλος βρίσκεται στη σκιά του Ψηλορείτη και το άλλο στη σκιά του Berlaymont, έχεις και στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου «γεννιέται» ο δεύτερος ήρωας, ο Τηλέμαχος μέσα από τις εξομολογητικές σελίδες της γιαγιάς. Αυτό το μέλος της οικογένειας που το έχει απορροφήσει η πολυεθνική πραγματικότητα των Βρυξελλών. Εδώ διαβάζουμε ότι ο γεννήτορας του ήρωα, ο Δράκος, ο αδελφός της γιαγιάς, ακολουθεί την «πολιτική ορθότητα», σαν συνταγή επιτυχίας, πράγμα που ακολουθεί και ο Τηλέμαχος. Η
συγγραφέας μπαίνοντας στο τρίτο μέρος με έξυπνο τρόπο, κρατάει για την Θάλεια το ανθρώπινο στοιχείο, με τις ανησυχίες, τις ευαισθησίες, τις ερωτικές μνήμες, τον παρορμητισμό, αλλά από τον Τηλέμαχο αφαιρεί καθετί ανθρώπινο. Δημιουργεί έναν τέλειο Ευρωκράτη αφήνοντας του μικρές ανεπαίσθητες απολαύσεις που θα τις βρει στα επαγγελματικά του ταξίδια και στις πιο οικονομικά εύρωστες γωνιές των Βρυξελλών.

Στο τρίτο μέρος, λοιπόν, υπό την σκιά, τον φόβο, την ανασφάλεια, την έκρηξη του Ισλανδικού ηφαιστείου Eyjafjallajökull, οι δύο ήρωες, συγγενείς, φίλοι και αδιέξοδοι εραστές επικοινωνούν με το γνωστό chat εκπροσωπώντας ο καθένας τον κόσμο του. Η στάχτη καθηλώνει τα αεροπλάνα του Ευρωπαϊκού χώρου και φυσικά παρακωλύει και τις εργασίες των διεθνών οργανισμών των Βρυξελλών, του Λουξεμβούργου, του Στρασβούργου. Σχεδόν παράλληλα με την κρίση του Ηφαιστείου έχουμε και την Ελληνική οικονομική κρίση.

Ο σκιτσογράφος Γιάννης Δερμετζόγλου πριν λίγες μέρες παρουσιάζοντας ένα σκίτσο με το ζευγάρι που παρακολουθεί τις ειδήσεις στην τηλεόραση διαπιστώνει ότι η κρίση είναι η κανονικότητα και φυσικά αριθμεί όχι μόνο τον κορωνοϊό, αλλά και την οικονομική κρίση, την περιβαλλοντική και ένα σωρό άλλες που οι διάφοροι αναλυτές περιμένουν. Η «κρίση» είναι η «κανονικότητα».

Η διορατικότητα της Τρουλλινού ήταν να παρουσιάσει τους δύο έγκλειστους, ο ένας στην Αθήνα και ο άλλος στις Βρυξέλλες, να επικοινωνούν χρησιμοποιώντας κάποια από τα εργαλεία της εικονικής πραγματικότητας κάτω από την απειλή μιας φυσικής καταστροφής η οποία συνδυάζεται άμεσα και έμμεσα με την οικονομική κρίση και   φυσικά με την κρίση αξιών. Αυτή που μπαίνει στην καθημερινότητά μας, στη ζωή μας, στα «σωθικά» μας…αυτό που οι φιλόσοφοι ονόμασαν Βιοπολιτική. Οι κρίσεις έχουν μεν όνομα και προέλευση (Φουκουσίμα, Eyjafjallajökull, Lehman brothers, AIDS, SARS, MERS, COVID), είδος (φυσικές καταστροφές, πυρηνική ενέργεια, περιβαλλοντικές κρίσεις, επισιτιστική κρίση, επάρκεια νερού, ξηρασία, πλημμύρες), ανθρώπινη βλακεία (οι εσωτερικοί μας δαίμονες κατά τον Harari). Και όλες αυτές, ελεγχόμενες ή ανεξέλεγκτες εδραιώνονται στη ζωή μας, ενδημούν (για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της επικαιρότητας) μαζί με τον φόβο και την διαχείρισή του. Όπως γράφει ο αγαπημένος μου Γιάννης Κοντός «Μόνο που μερικές φορές, ο φόβος, αυτό το κατοικίδιο ζώο μπερδεύεται στα πόδια μας τρίζοντας». Φυσικά τα δύο μεγάλα ποδάρια για να ενδημήσει ο φόβος στα σωθικά μας είναι οι οικονομικές συνέπειες και ο βαθμός ελευθερίας της προσωπική μας βούλησης.

Σ΄ αυτό το πολυήμερο chat η Ηρακλειώτισα/Εξαρχειώτισα και ο Ηρακλειώτης/ Βρυξελλιώτης/ Κοσμοπολίτης/ Ευρωυπάλληλος προβληματίζονται για μια άλλη συνεχή και υφέρπουσα κρίση, την Ευρωπαϊκή. Μια κρίση με βαθιές τις ιστορικές της ρίζες και κάθε φορά που πάει να ξεσπάσει, κατευνάζεται ίσως από τον «θεό» της realpolitik. Εδώ τα σωματίδια της ιστορικής και ενδημικής στάχτης ίπτανται, κατακάθονται, τα εισπνέουμε, μας ερεθίζουν τα πνευμόνια, τον εγκέφαλο, τα μάτια: Άουσβιτς, Ανατολικό Βερολίνο, το τείχος, gastarbeiter, Μαρσινέλ, «στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές». Λέει η Θάλεια η καθηγήτρια: «Τίτλος του μαθήματος: Μετανάστευση ή η μυστική ιστορία της Ευρώπης». Το Βερολίνο το ’87…Το Βερολίνο το ’89. Στο Check point Charlie είχαν συλλάβει έναν μελαμψό. Η πολιτική του δέρματος. Σκέφτομαι Βlack life matters.

Διαβάζω και υποσημειώνω: «Είναι πάλι εδώ ο φόβος, ο φόβος που τρώει τα σωθικά ενός ολόκληρου συστήματος. Τους κατάπιε ο φόβος για τους απέναντι» Πάντα υπάρχει ένας απέναντι… (…) στον φόβο δεν ακούει κανείς, κι ύστερα υπάρχει ο φόβος του φόβου…». Η μνήμη…η παράδοση της μνήμης. Bebelplatz εκεί καήκαν τα βιβλία. Döblin (Βερολίνο Αλεξάντερπλατς), Canetti (η Τύφλωση), Kafka, Musil (Περί βλακείας), Thomas και Heinrich Mann, Roth (Βερολινέζικα χρονικά), Brecht… Σύμπτωση, μέσα στον εγκλεισμό μου διάβασα την «Τύφλωση»…

«Πού πάει Τηλέμαχε η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε;» μονολογεί η Θάλεια και από την άλλη μεριά της ασύρματης επικοινωνίας ο Τηλέμαχος, ο πιστός υπάλληλος της Κομισιόν σιωπά;…κωφεύει;…κοιμάται;… Η Θάλεια ξαγρυπνάει. Βράζει το Κρητικό της πνεύμα μαζί με την Εξαρχειώτικη ανησυχία. Οι άστεγοι, οι αναρχικοί, οι μετανάστες…Στον τοίχο της οδού Ερεσού γραμμένο το σύνθημα: «Κάποτε έκαιγαν βιβλία, τώρα καίνε μυαλά». Θυμάται πως κάπου διάβασε κάτι που έγραψε ο Roth: «Θα κάψουν τα βιβλία μας πρώτα και ύστερα εμάς τους ίδιους».

Η στάχτη κάποτε διαλύεται και ο Τηλέμαχος θα φύγει από το chat και τις σελίδες του βιβλίου για να γυρίσει στην διεθνή του καριέρα. Η Θάλεια θα τελειώσει με την μελαγχολική διαπίστωση ότι «…η έλλειψη οράματος κουβαλάει μιαν αφόρητη μοναξιά» και με μια κραυγή «κάτω τα χέρια , ρε, από τον Καβάφη» όταν άτσαλα πια ο φαιδρός πολιτικός με την φούξια γραβάτα συνέστηνε στην Ελλάδα των τηλεοπτικών ειδήσεων, την οικονομική κρίση και τα διεθνή εργαλεία που θα την έσωζαν. Γράφοντας αυτές τις γραμμές βλέπω αυτές τις μέρες άλλον πολιτικό χωρίς γραβάτα με άσπρο τριζάτο πουκάμισο και με φόντο το δικό μας ηφαίστειο. Ευτυχώς σιωπηλό προς το παρόν. Όπως λέει ο Μάνος Ελευθερίου «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ».

Στο τέταρτο μέρος η συγγραφέας αφήνει την γραμμική αφήγηση, τα flash-back, όπως και το διάλογο. Σχεδόν, η Θάλεια και η συγγραφέας ενσωματώνονται η μία με την άλλη. Έχουν κρίσεις πανικού. Η στάχτη που εκτινάχτηκε και σκόρπισε, εκτίναξε μαζί και σκόρπισε ιδέες, αποσπασματικές σημειώσεις, παρατηρήσεις που φτιάχνουν το αγχώδες πλαίσιο αυτών των συνεχών κρίσεων όπως και της μεγάλης υποθετικής επερχόμενης Ευρωπαϊκής κρίσης που υποβόσκει μέσα από τη στάχτη του ηφαιστείου, την άλλη την περιβαλλοντική, την παράλλη του καπιταλισμού, της ανεργίας, των γηρατειών και…και…

Διαβάζω: «Μας πετάνε τον πανικό πιάτο μισοάδειο, πότε θα είναι άδειο; Μπορώ πια να ζω μια συνηθισμένη ζωή όπως πριν; Μπορώ να προσαρμοστώ σε ότι και όσα βλέπω γύρω μου». Όχι δεν είναι από κάποιο blog που μιλά για την COVID-19, αλλά γι΄ αυτά που η Θάλεια βλέπει στα Εξάρχεια…

Καταλύτης το ηφαίστειο με την λάβα, τις αναθυμιάσεις και την στάχτη σπρώχνει την ηρωίδα στην επιστροφή στις ρίζες. Ίσως γιατί οι ρίζες έχουν και τις βαθιές αναμφισβήτητες αξίες. Επιστροφή σε μια «Ιθάκη» όσο και αν ουρλιάζει «κάτω τα χέρια, ρε, από τον Καβάφη». Τρυφερό το τέλος της ιστορίας με την Θάλεια, καθηγήτρια φιλόλογο, να προσπαθεί και τα καταφέρνει να κάνει κωφάλαλη μαθήτρια ν΄ ακούσει τη μουσική ενός κειμένου. Τον εσωτερικό ρυθμό μας. Τις πιο βαθιές μας ρίζες. Την εσωτερική μας μουσική.

Ίσως το μόνο αντίδοτο στις αλλεπάλληλες κρίσεις, εκρήξεις, δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, ενδημικές στάχτες

Το μικρό αυτό βιβλίο είναι σαν μια κραυγή αυτογνωσίας. Βαθύτατα Ελληνικό πατάει σε ελληνικό έδαφος και διαλογίζεται με την Ευρώπη. Απαντήσεις δεν δίνει. Στα επιμέρους προβλήματα που απασχολούν τον άνεργο Έλληνα, τον παραπληροφορημένο Γερμανό, τον διχασμένο Βέλγο, τον μετανάστη, τον άστεγο, τον χρήστη, τον έφηβο που ψάχνει πού να πατήσει… δεν μπορεί και δεν είναι δουλειά του λογοτέχνη να δώσει λύσεις. Μας ταρακουνά όμως. Μας κάνει να πάμε μέχρι τον καθρέφτη και ν΄ αναρωτηθούμε ποιο είναι αυτό το είδωλο που βλέπουμε; Εξάλλου χρειαζόμαστε εσωτερικά εφόδια για ν΄ αντέξουμε την επόμενη κρίση…

Ένα βιβλίο δώρο και παρηγοριά εν μέσω πανδημίας. Ένα βιβλίο άκρως Ελληνικό και άκρως Ευρωπαϊκό. Ένα βιβλίο ανθρώπινο.

 

* Νίκη Τρουλλινού
«Ουρανός από στάχτη»
Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2020

 

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Από τη σκιά του Ψηλορείτη στη σκιά του Berlaymont"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *