Lettre 140 , Από τους 30 C° στην βροχερή Rue de la Loi.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Δεν κοιμάμαι την προηγούμενη νύχτα, είναι άγραφος κανόνας. Και να το προσπαθήσω δηλαδή δεν θα βγει. Εικόνες από τις καλοκαιρινές διακοπές τρέχουν ακόμα στο λαπ-τοπ και με κάνουν να αναπολώ την πρώτη επαφή με την άμμο μέχρι το τελευταίο ξέπλυμα από τα αλάτια, λίγες μόνο ώρες πριν. Το meteo.be μ΄έχει κάνει να «παγώσω» για λίγα δευτερόλεπτα και το βλέμμα της βαλίτσας που με κοιτάει αμήχανα προσυπογράφει συνταγή για ψυχοφάρμακα.
Ως συνήθως τα έχω κανονίσει με τρόπο ώστε την επόμενη μέρα να φτάσω στο γραφείο. Κάτι σαν ηλεκτροσόκ που σε προσγειώνει άμεσα και αποτελεσματικά. Πρωινή πτήση. Κάθε φορά η ίδια σκέψη: ποτέ ξανά πρωινή πτήση, ποτέ! Σηκώνομαι βιαστικά γιατί το ταξί τις πολύ πρωινές ώρες σε περιμένει απ΄έξω λες και κάνει γερμανικό νούμερο. Η δύσκολη στιγμή πλησιάζει: κάλτσες.. Δεν υπάρχει επιλογή άλλη. Δεν μπορείς να ξεμυτίσεις στο Ζάβεντεμ γυμνοπάτουσος θα γελάνε και οι κότες. Στριμώχνω τα τελευταία πράγματα στη βαλίτσα, φορτώνομαι μπουφάν, καπαρντίνα, λαπ-τοπ, γυαλιά ηλίου. Βγαίνω έξω, μπαίνω στο ταξί. Η μυρωδιά του φραπέ με το τσιγάρο που σιγοκαίει ώρα μέσα στο αμάξι μου κάνει κάπως πρωινιάτικα αλλά δεν είμαστε για άλλες σκέψεις.  

Στο check-in της Oλυμπιακής όλοι αγουροξυπνημένοι, ταξιδιώτες και μη. «Ο επόμενοοος» φωνάζει μια συμπαθέστατη υπέρβαρη κυρία. Ο νυσταγμένος Ασιάτης, πρώτος στα πιτ-στοπ της αναμονής, σαφώς δεν μιλάει ελληνικά. «Ο επόμενοοοοοος, παρακαλώωω» ακούγεται η γνωστή φωνή, όρθια πια στην θέση της. «Next please» σιγοψιθυρίζω στον μπροστάρη. Βάζει «πρώτη», φεύγει, προχωράμε.  

Στο αεροσκάφος δεν πέφτει βελόνα. Ούτε παράθυρο ούτε διάδρομο βρήκα, άτυχος και στην τρίωρη συγκατοίκηση, εξοπλισμένος όμως με περιοδικά και εφημερίδες που με βγάζουν και για υπερατλαντική πτήση. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στους τίτλους: «ανασχηματισμός…ανάσα στους δανειολήπτες…κάπνισμα τέλος…χωρίς εξετάσεις σε ΑΕΙ..». Λίγο παρακάτω κάτι διαφορετικό μου τραβάει την προσοχή : Μπρέγκοβιτς, «Θα ήθελα να είχα γεννηθεί Έλληνας». Ξεφυλλίζω με ανυπομονησία αλλά και περιέργεια για να δω με λεπτομέρειες την δήλωση του Βόσνιου συνθέτη : «Είστε ένας ευτυχισμένος λαός, μια ευτυχισμένη χώρα. Ο,τι κι αν συμβαίνει γύρω σας, γύρω μας, προβλήματα, οικονομική κρίση, δυσκολίες, εσείς διατηρείτε μια δική σας ευτυχία. Ειλικρινά, θα ευχόμουν να είχα γεννηθεί Έλληνας». Στη δεύτερη ανάγνωση με σταματάει άτσαλα η μπάσα φωνή του δεξιού συνεπιβάτη που έχει ήδη λαθραναγνώσει το άρθρο : « Γιατί δεν μετακομίζει τότε στην Αθήνα; Έτσι για κανα-δυο μήνες και μετά να μας τα ξαναπεί τα ανέκδοτα». Χαμογελάω με μία δόση συγκατάβασης και αλλάζω έντυπο. Ο βελγικός τύπος ασχολείται με το «πολιτικό χάος», το μέλλον του Βελγίου και τους παπάδες που έκαναν ζαβολιές στο παρελθόν (…)  

Η φωνή από τα μεγάφωνα με ξυπνάει και το μόνο που προλαβαίνω να ακούσω είναι το «..καιρός βροχερός, θερμοκρασία εδάφους 12 C°,…, ευχαριστούμε που πετάξατε..». Η γνωστή ανατριχίλα που νιώθει κανείς στη φυσούνα δεν έχει διόλου αλλάξει τα τελευταία 20 χρόνια. Ίδια αίσθηση, ίδια μυρωδιά από τη βρεγμένη πίσσα του αεροδιαδρόμου. Στην έξοδο μας περιμένουν τα γνωστά «παιδιά» με τα πολιτικά. Κάνουν τον αναγκαστικό έλεγχο ταυτοτήτων, μάλλον για να μας πείσουν πως όλοι οι εμιγκρέδες του Βελγίου κάνουν σειρά στα Σπάτα για να μπουκάρουν μέσω της Ολυμπιακής στη γη της επαγγελίας.
Μετά, όπως πάντα, η αίσθηση της απόλυτης δυτικοευρωπαϊκής ηρεμίας απλώνεται κατά μήκος της διαδρομής που οδηγεί στις αποσκευές. Αυτό το περπατητό πεντάλεπτο αποτελεί την καταλληλότερη στιγμή για προσαρμογή. Κακά τα ψέματα μόλις κάνεις τα πρώτα μέτρα στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο, ησυχάζεις, ξεφουσκώνεις από το ταξίδι, αλλάζεις τους διακόπτες, σιγουρεύει το βήμα σου.  

Αφήνοντας την Αθήνα, μια πόλη στα όρια νευρικής κρίσης, και βγαίνοντας λίγες ώρες μετά από το τούνελ της Cortenbergh, η αντίθεση της ηρεμίας και της αίσθησης του μη αναπάντεχου φέρνει μια γεύση δικαίωσης.  

Βουβής, άχαρης, αλλά δικαίωσης.  

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Lettre 140 , Από τους 30 C° στην βροχερή Rue de la Loi."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *