- - https://www.newsville.be -

Παραλήρημα ΙΙ – Το συναίσθημα της Αηδίας

Στην αρχή ακούστηκε ο κρότος, σαν κραυγή, κι ύστερα άστραψε ο κεραυνός και ξέσκισε τα στήθια τ΄ουρανού πέρα ως πέρα. Δράση και αντίδραση, αλλά η αίσθησή τους έχει αντίστροφη σειρά.
Παρατηρώ στον κήπο μια κατσαρίδα, ή μάλλον κάτι που της μοιάζει, να ανεβαίνει μεθοδικά τα σκαλοπάτια της αυλής, αφήνοντας πίσω της μια κολλώδη ουσία, ένα γλοιώδες κιτρινοπράσινο υγρό, που δείχνει όλη τη διαδρομή της από το σημείο εκκίνησης. Δίπλα μου ο γάτος, απαθής, νωχελικός, παρακολουθεί κι αυτός, με μια περιέργεια για το που θα καταλήξει η πορεία του σιχαμένου ερπετού, ποιο θα είναι το τέρμα;

Εντωμεταξύ, κάπου στα βόρεια του Βελγίου, ο Μπάρτ, ουμανιστής πολιτικός και ευρωπαϊστής, δοξάζεται από τους οπαδούς του με εμβατήρια και ζητωκραυγές, σε μία ακόμη συγκέντρωση εθνικής σωτηρίας.  Τους έχει πείσει ότι είναι καλύτεροι από τους άλλους και ότι για όλα τα δεινά φταίνε οι δεύτεροι. Παρατηρώ μία ευπαρουσίαστη και καλοντυμένη κυρία στην πρώτη γραμμή. Είναι φυσικά ξανθιά με άσπρο δέρμα, λυγερό κορμί, λεπτά χαρακτηριστικά, θα την έλεγες όμορφη αν δεν είχε τόσο τέλειο και ανέκφραστο πρόσωπο. Χειροκροτεί και τα γαλαζοπράσινα μάτια της σπινθηρίζουν αυτάρεσκα. Ξαφνικά αναγκάζεται να αφήσει το παλαμάκι και φέρνει το υπέροχο χεράκι με τα μακριά και λεπτά  δάκτυλα μπροστά στο στόμα της και διακριτικά … ρεύεται. Ναι, συμβαίνει και σε αυτούς, τους επιτυχημένους του Βελγίου, τους ανώτερους των άλλων, τους κλα_μένους της Ευρώπης. Δίπλα της ο παχύσαρκος κύριος με μαλλί πεζοναύτη, αν και κοντεύει πενήντα, πνίγεται από ένα «ζήτω» που βρήκε στο λάρυγγα κάτι ξεχασμένα σάλια. Εμένα μου έρχεται εμετός, δεν μπορώ άλλους Άριους, τετράγωνα μουστάκια, καπνισμένους φούρνους. Προτείνω στην επόμενή τους συνάντηση να προβάλουν το  «La vita è bella» του Benigni, αλλά προσοχή, όχι μεταγλωττισμένο, σεβαστείτε την ακοή μας, την υπέροχη αυτή αισθαντική γλώσσα,   την αριστο-κρατική προέλευση των Λατίνων της  Μεσογείου, που ξεπεσμένους τώρα πια, τους θέλετε κολίγες των τραπεζών και της παγκοσμιοποίησης, και αλίμονο… με υπότιτλους.

Νιώθω ότι υπάρχω «κάτω από τη σκιά της πεταλούδας» του Ισίδωρου και τα μάτια μου βουρκώνουν.  Πρόσωπα οικεία ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες, σεργιανίζουν οι αναμνήσεις στα σοκάκια της μνήμης, τόποι γνωστοί, αδιέξοδοι, γόνατα ματωμένα, οι αποτυχημένοι που αγάπησα, οι επιτυχημένοι που μίσησα, τελικά ποιος κέρδισε και τι; γέμισε σκιές ο ορίζοντας, μία από αυτές τις πεταλούδες είναι δικιά μου, λάθος, είμαι δικός της, αλλά …. και πάλι ….. γιατί πάντα κάτι πρέπει να ανήκει σε κάποιον;

Βγάζω το παπούτσι και το φοράω στο χέρι, ο γάτος με κοιτάζει ενοχλημένος αλλά και περίεργος, πλησιάζω τα σκαλιά και με μια απλή κίνηση φέρνω το  χέρι πάνω από την  κατσαρίδα. Πιέζω με τα δάχτυλα το παπούτσι  μέχρι να ακούσω το θόρυβο του κελύφους που σπάει,  κι όταν πλέον δεν υπάρχει αντίσταση και το παπούτσι γλιστράει πάνω στο σιχαμερό κιτρινοπράσινο υγρό, τραβάω το χέρι μου και το φέρνω κοντά στη μύτη.  Ο γάτος χασμουριέται και αλλάζει πλευρό.